- κατακρουόμενοι
- κατά-κρούωstrikepres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακρούω — και κατακρούγω (AM κατακρούω) νεοελλ. 1. πληγώνω ψυχικά («δεν έγνωθε κι ο Έρωτας συχνά τσὴ κατακρούγει», Ερωτόκρ.) 2. φρ. α) «κατακρούγει η ημέρα» φθάνει η μέρα (Ερωτόκρ.) β) «στα βάθη κατακρούω» γκρεμίζομαι στο βάραθρο (Ερωτόκρ.) γ) «κατακρούω… … Dictionary of Greek
τετραφάληρος — ον, Α (για την περικεφαλαία) αυτός που έχει τέσσερεις κώνους ή προεξοχές («τετραφάληρον τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἦλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλ ηρ ος (< … Dictionary of Greek